Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΕΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ Μ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Φανατικός βιβλιόφιλος για πάρα πολλά χρόνια στην πρώτη σελίδα του κάθε βιβλίου που διάβαζα έβαζα την ημερομηνία ανάγνωσης και το αρχικό του ονόματος μου. Τη Μεγάλη Χίμαιρα βλέπω ότι την πρωτοδιάβασα στη θαυμάσια σειρά των εκδόσεων της Εστίας, που τόσο πολύ μας λείπε, στις 11/6/1999. Ο Καραγάτσης πάντα μου άρεσε. Μου άρεσε για τον τρόπο γραφής του, για τη γλώσσα του, για τη θεματολογία του. Το έργο πρωτοκυκλοφόρησε ως νουβέλα με τίτλο «Χίμαιρα» στο περιοδικό Νέα Εστία, στη συνέχεια εμπλουτίστηκε και αποτέλεσε το μυθιστόρημα «Η μεγάλη Χίμαιρα».

Υπόθεση

Αν γνώριζα τον συγγραφέα θα του πρότεινα να βάλει τον υπότιτλο: «Τα λάθη πληρώνονται» γιατί πολύ πιστεύω πως στο έργο ο καθένας πληρώνει και μάλιστα πολύ ακριβά, το δικό του λάθος.

Πάντα λέω ότι η παιδική μας ηλικία επηρεάζει βαθύτατα τη μετέπειτα ζωή μας. Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο λάθος που έκανε η Γαλλίδα μητέρα της Μαρίνας. Παντρεύτηκε άντρα στρατιωτικό ο οποίος έλειπε τον περισσότερο καιρό στις μακρινές χώρες της Αφρικής, εκεί που τον καλούσε η υπηρεσία του ως αξιωματικού του Γαλλικού στρατού. Ερχόταν στο σπίτι του μόνο για 20 μέρες τον χρόνο σκυθρωπός, λιγομίλητος, προβληματισμένος. Η μητέρα της όμως  δεν ανήκε στην καρτερική εκείνη κατηγορία γυναικών που με υπομονή και σοβαρότητα περιμένουν τον άντρα τους. Τουναντίον ήθελε να γλεντήσει τη ζωή της φτάνοντας στο τέλος στο επίπεδο της πολυτελούς πορνείας. Η Μαρία (Αλεξάνδρα Αϊδίνη) μεγάλωσε στη Γαλλική επαρχία, μέσα σε ένα σπίτι όπου άκουγε και έβλεπε πολλά που δεν μπορεί παρά να τη στιγμάτισαν για πάντα. Οι κοινωνικές επιπτώσεις την έκαναν αποσυνάγωγη με καταφύγιο την ονειροπόληση και την ανάγνωση βιβλίων. Το περίεργο στην υπόθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε. Κανονικά θα περίμενε κανείς ή να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο ή να σιχαθεί κάθε τι που έχει σχέση με τις παράνομες όσο και τις νόμιμες ηδονές της σάρκας. Τίποτα όμως από αυτά δεν συμβαίνει, τουναντίον από όσα ακολουθούν φαίνεται ότι έχει διαμορφώσει μια πολύ περίπλοκη ψυχολογία που την οδηγεί σε λανθασμένες ατραπούς. Πως μπορεί να εξηγήσει κανείς ότι μια καθωσπρέπει κυρία κάνει βόλτες στο λιμάνι και ανεβαίνει σε ένα καράβι του οποίου οι ναύτες την πειράζουν, υποτίθεται για να γνωρίσει από κοντά τους Έλληνες! Τι θα γινόταν εάν δεν ήταν εκεί ο καπετάνιος ή εάν δεν εμφανιζόταν έγκαιρα; Νέα, όμορφη, η πιθανότητα του ομαδικού βιασμού δεν θα ήταν μικρή.

Στη συνέχεια η ίδια κάνει το δικό της πρώτο μεγάλο λάθος. Με αυτόν τον  τρόπο της πολύ περίεργης γνωριμίας, αποφασίζει δίχως να χάσει χρόνο, χωρίς να ξέρει τίποτα περισσότερο για αυτόν να ακολουθήσει έναν άντρα που στην ουσία καθόλου δεν γνωρίζει και μάλιστα να του δώσει όλη της την περιουσία έστω και ως συνεταίρος. Ακόμα χειρότερο αποφασίζει να ζήσει σε ένα νησί της Ελλάδας μαζί με την οικογένεια του συζύγου της. Σίγουρα το αίτιο ήταν η φυγή, όπως ήταν και οι σπουδές της (να είναι τυχαίο που το θέμα της Διδακτορικής της Διατριβής είχε σχέση με την Μήδεια και ιδιαίτερα για την ψυχολογική της κατάσταση). Θέλει να φύγει, να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται και να ξεχάσει. Χίμαιρα. Κακός όμως σύμβουλος ο γάμος που έχει ως αίτιο παρόμοιες περιπτώσεις (θυμίζει τα κορίτσια που παντρεύονται κάποιον για να φύγουν από την καταπίεση του σπιτιού τους ή γιατί μεγάλωσαν και υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν γεροντοκόρες). Και μόνο από αυτά τα λίγα γίνεται αντιληπτό το ψυχολογικό της πρόβλημα το οποίο θα μπορούσα να αναλύσω περισσότερο εάν δεν υπήρχε ο περιορισμός του μεγέθους ενός κριτικού κειμένου  όπως αυτό.

Πρόκειται για μορφωμένη και καλλιεργημένη γυναίκα η οποία πρέπει τώρα να ζει για πολύ μεγάλα διαστήματα χωρίς τον εφοπλιστή σύζυγό της ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ταξιδεύει στις μακρινές θάλασσες. Εκείνος, ο Γιάννης (Μάξιμος Μαμούρης)  έχει επίσης κάνει μεγάλα λάθη. Το πρώτο να παντρευτεί μια άγνωστη ξένη. Το δεύτερο να μην υπολογίσει τις συνέπειες του επαγγέλματος του, το τρίτο η συγκατοίκηση νύφης και πεθεράς με τέταρτο και μέγιστο την ύπαρξη στο σπίτι του νεότερου αδελφού του. 

Ο αδελφός, ο Μηνάς (Δημήτρης Μοθωναίος) αρκετά περίεργος τύπος, μολονότι μορφωμένος και υποτίθεται καλλιεργημένος από την αρχή δημιουργεί με τη συμπεριφορά του ερωτηματικά τα οποία στη συνέχεια γίνονται διαπιστώσεις και κάνουν εύκολα αντιληπτό και προκαθορισμένο το τραγικό τέλος.

Νομίζω όμως πως και η πεθερά (Σμαράγδα Σμυρναίου) που δεν μπορεί να μην είχε καταλάβει κάποια πράγματα, δεν παίζει σωστά τον ρόλο της ως οικοδέσποινα-μητέρα για να αποσοβήσει το κακό που ολοφάνερα  έρχεται. Επιτρέπει στον μικρότερο γιό της να φιλοξενήσει τη νύφη της στο μικρό του διαμέρισμα στην Αθήνα!

Πολλά τα λάθη. Τελικά η νύφη φαίνεται ότι έχει τον διάβολο μέσα της αλλά υπάρχει και αυτός που είναι έξω και δίπλα της ο οποίος όταν κάποια στιγμή μπαίνει και αυτός μέσα της ολοκληρώνεται η τραγωδία. Επίλογος  τα αθώα θύματα, τα δύο παιδιά και οι δύο καθόλου αθώοι ενήλικες. Είναι βέβαια άξιο απορίας ότι άνθρωποι του δικού τους πνευματικού επιπέδου, έρμαιο της λαγνείας του  ο καθένας, δρουν χωρίς να έχουν την ευθύνη των πράξεων τους χωρίς  να υπολογίζουν τις δραματικές συνέπειες αυτών που κάνουν.

Στο τέλος κερδίζει ο χάρος και τα ψάρια τουλάχιστον στις τρεις περιπτώσεις αυτοχειρίας.  Και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι χίμαιρες δεν είναι εφικτές, ούτε οι μεγάλες αλλά ούτε και οι μικρές. Ευτυχώς που σήμερα όλο και λιγότεροι είναι αυτοί που τις πιστεύουν. 

Όλα αυτά βέβαια έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πολύ ενδιαφέροντος μυθιστορήματος που αρέσει και πράγματι αξίζει να αρέσει. Λέω μυθιστορήματος γιατί πάντα έχω επιφυλάξεις σε ότι αφορά τις θεατρικές αποδόσεις των λογοτεχνικών κειμένων.

Συντελεστές

Η Διασκευή του  Στρατή Πασχάλη είναι πολύ καλή όσο καλή όμως και να είναι μόνο όταν διαβάσει κανείς το βιβλίο καταλαβαίνει την τεράστια διαφορά. Η Σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου δημιούργησε μια πολύ καλή παράσταση, άρτια από κάθε άποψη. Στρωτή αφήγηση, σωστή ατμόσφαιρα, σωστός ρυθμός. Άριστη καθοδήγηση των ηθοποιών. Η παρεμβολή της ταινίας επίσης πολύ σημαντικό βοήθημα. Μου άρεσε ιδιαίτερα η παράθεση της τελευταία παραγράφου του κειμένου. Τα  Σκηνικά-Κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου της οποίας οι ενδυματολογικές επιλογές της εποχής του 30  ήταν πολύ σωστές αν και τα σκηνικά θα μπορούσαν να μην είναι τόσο λιτά κάτι όμως που δεν ενοχλεί καθόλου. Η Μουσική της Κατερίνας Πολέμη ακούγεται ευχάριστα. Οι Φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου δημιουργούν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Σκηνοθεσία Κινηματογραφικού μέρους Χρήστος Δήμας. Στίχοι πρωτότυπων τραγουδιών Στρατής Πασχάλης.

Διανομή

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη εκφράζει πολύ ικανοποιητικά την ψυχολογία της ηρωίδας που στην ουσία είναι όλο το έργο. Ο Μάξιμος Μαμούρης και ο  Δημήτρης Μοθωναίος (λίγο μεγάλος για φοιτητής) πολύ καλοί. Η Σμαράγδα Σμυρναίου εξαιρετικά συγκρατημένη, ερμηνεύει θαυμάσια τον ρόλο της. Καλοί και όλοι οι άλλοι ηθοποιοί. Το σύντομο πέρασμα του Δημήτρη Τάρλοου εντυπωσιακό

Μια παράσταση που παρόλη τη μεγάλη, δυόμιση ωρών διάρκειά της δεν με κούρασε.ματολο

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

 Στέλιος Αντωνιάδης CULTURE BLOG - ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ


ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ ΤΟΥ ΤΣΕΧΩΦ (Anton Pavlovich Chekhov 1860-1904)
Ποιος δεν γνωρίζει τον μεγάλο Ρώσο θεατρικό συγγραφέα και ποιος θεατρόφιλος δεν έχει δει τον Θείο Βάνια, τον Γλάρο, τον Βυσσινόκηπο. Σίγουρα όμως λιγότεροι γνωρίζουν τα θαυμάσια διηγήματά του και ακόμα λιγότεροι είναι αυτοί που ξέρουν ότι ήταν γιατρός. Όχι μόνο ήταν γιατρός αλλά ασκούσε την ιατρική σε όλη του τη ζωή. Έλεγε: «Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου ενώ η λογοτεχνία η ερωμένη μου».
Η παιδική όσο και η νεανική του ηλικία δεν ήταν εύκολες, με πατέρα πολύ αυστηρό και καταπιεστικό (ευτυχώς υπήρχε η μητέρα του και οι όμορφες ιστορίες που έλεγε στα παιδιά της), με οικονομικές δυσκολίες λόγω πτώχευσης αλλά και την ανάληψη δυσανάλογων για την ηλικία του ευθυνών. Εκτός από την τακτοποίηση της οικογενειακής ακίνητης περιουσίας (Βυσσινόκηπος) σπούδασε ιατρική έχοντας αναλάβει πλήρως την οικονομική υποστήριξη της οικογένειας, με την πέννα του. Στην ηλικία των 25 ετών παρουσιάστηκε η πρώτη αιμόπτυση. Έζησε εργένικη ζωή με πολλές περιπέτειες και παντρεύτηκε στα 41 του χρόνια (μια όχι πολύ ομαλή σχέση), τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Συμπεριλαμβάνεται στους καλύτερους λογοτέχνες όλων των εποχών του οποίου τα έργα ενέπνευσαν πολλούς γνωστούς συγγραφείς. Πολλά από τα έργα του έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες.
Στο θέατρο θεωρείται ένας από τους προδρόμους του μοντερνισμού.

Υπόθεση του έργου

Έργο γραμμένο το 1900 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο τέχνης της Μόσχας από τον μεγάλο Κονσταντίν Στανισλάφσκι. Μαζί με τα άλλα τρία που ανέφερα παραπάνω θεωρείται ένα από τα καλύτερα που έγραψε ο συγγραφέας, το μεγαλύτερο σε διάρκεια και το πιο πολύπλοκο.


Ο τρεις αδελφές Πραζόρωφ: η Όλγα 28 χρόνων, η Μάσσα 23 και η μικρότερη Ίρινα γεννημένες στη Μόσχα, ζουν μαζί με τον αδελφό τους σε μια επαρχιακή πολύ στην οποία έφτασαν λόγω της μετάθεσης του στρατιωτικού πατέρα τους ο οποίος έχει πεθάνει πριν από έναν χρόνο.
Η Όλγα διδάσκει στο Γυμνάσιο, η Μάσα είναι παντρεμένη με τον καθηγητή Κουλίγκιν ενώ η Ίρινα δεν εργάζεται. Και οι τρεις τους πλήττουν θανάσιμα. Δεν είναι μόνο ότι πλήττουν αλλά και ότι η κάθε μια για τους δικούς της λόγους όπως και όλες μαζί βρίσκονται σε απόγνωση. Ή μεγαλύτερη, η Όλγα, με στοργική συμπεριφορά προς τις άλλες, φοβούμενη ότι θα μείνει γεροντοκόρη εξομολογείται ό,τι θα παντρευόταν οποιονδήποτε, ακόμα και έναν πολύ μεγαλύτερο της, αρκεί να βρεθεί κάποιος που θα της το ζητήσει. Μπορεί να υπάρχει πιο εύγλωττη έκφραση απελπισίας; Η Όλγα έχει δουλειά, δεν έχει άντρα. Παρόλο που στο τέλος γίνεται διευθύντρια του σχολείου στο οποίο εργάζεται δεν αισθάνεται καμία ικανοποίηση. Η μεσαία αδελφή, η πιανίστα Μάσα δεν έχει δουλειά, έχει άντρα από τον οποίο όμως δεν είναι ικανοποιημένη για αυτό και ερωτοτροπεί με τον αντισυνταγματάρχη Βερσίνιν ο οποίος επισκέπτεται την πόλη. Στο τέλος ο Βερσίνιν μετατίθεται και η Μάσα καταρρέει αλλά επιστρέφει στον σύζυγό της ο οποίος τη δέχεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα!
Η μικρότερη αδελφή, η Ίρινα, είκοσι χρόνων, δεν έχει ούτε δουλειά ούτε άντρα τον οποίο όμως ονειρεύεται ότι θα βρει στη Μόσχα. Όταν καταλαβαίνει ότι τελικά δεν θα πάνε στη Μόσχα αποφασίζει να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπά (συμβατικός γάμος απελπισίας) ο οποίος σκοτώνεται σε μονομαχία. Τελικά αποφασίζει να εργαστεί. Ο αδελφός τους Αντρέϊ ονειρεύεται να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου στη Μόσχα αλλά μετά από έναν κακό γάμο καταλήγει να γίνει ένας αποτυχημένος, χρεοκοπημένος, δυστυχισμένος άνθρωπος.
Υπάρχουν και πολλοί άλλοι χαρακτήρες τους οποίους δεν θα παρουσιάσω λόγω έλλειψης χώρου, να προσθέσω μόνο τον εξηντάρη στρατιωτικό γιατρό Τσεμπουτίκιν, φίλο της οικογένειας που όμως ήταν ερωτευμένος με τη μητέρα τους η οποία δεν αναφέρεται ποτέ. Στην τελευταία σκηνή βλέπουμε τις τρεις αδελφές αγκαλιασμένες και απογοητευμένες να παρακολουθούν τους στρατιώτες-φίλους τους να φεύγουν και λυπούνται για αυτά που δεν ήξεραν ενώ θα έπρεπε να ξέρουν.
Όπως φαίνεται στο μικρό παραπάνω δείγμα υπάρχουν πολλοί ρόλοι, πολλές ιστορίες εκείνο όμως που κυριαρχεί είναι η πλήξη, η στασιμότητα, η αποπνικτική ατμόσφαιρα της επαρχίας, η απογοήτευση. Οι ελπίδες αποδεικνύονται φρούδες, τα όνειρα βγαίνουν όλα πλάνες όπως και το όνειρο της αντιμετώπισης όλων αυτών με την επιστροφή στη γενέθλια πόλη εκεί όπου υπάρχει ζωή, κοσμική κίνηση, πολιτισμός, διασκέδαση, πιθανότητες για μια καλύτερη τύχη. Το κυριότερο όμως όσο και βασικό θέμα του έργου είναι το να περιμένεις κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί (πρόδρομος του ¨Περιμένοντας τον Godot¨). Ίσως και να φταις εσύ γιατί σου λείπει η τόλμη που θα σου επέτρεπε να σχίσεις τη θολή γραμμή των οριζόντων, τώρα όμως που τη ζωή σου χάλασες στην κόχη εκείνη τη μικρή, σε όλη τη γη τη χάλασες όπως έλεγε και ο μεγάλος Αλεξανδρινός.


Συντελεστές


Η μετάφραση των Αλέξανδρου Ίσαρη-Γιώργου Δεπάστα άψογη.
Η Σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε αναγνωρίζοντας ότι πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο έργο που παρουσιάζεται σε μια μακρόστενη σκηνή. Πρέπει όμως να προσθέσω πως η τελευταία σκηνή ήταν πάρα πολύ καλή.
Τα σκηνικά της Μαρίας Πανουργιά αλλοπρόσαλλα. Το κουβάλημα τόσων επίπλων δεν μου άρεσε καθόλου. Το ίδιο και τα φυτά, οι γλάστρες παρόλο που γνωρίζω την αδυναμία που είχε ο συγγραφέας σε αυτά (τα αγαπούσε σαν παιδιά του). Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ακόμα χειρότερα. Τελείως άσχετα. Άλλος φορούσε φράκο, άλλος ρόμπα και άλλοι, άλλα αντί άλλων. Τα ρούχα των τριών αδελφών επίσης πολύ περίεργη επιλογή για γυναίκες της αστικής τάξης έστω και αν κατοικούν σε μια επαρχιακή πόλη. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ικανοποιητικοί. Η μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού πολύ κακή. Σύμβουλος δραματουργίας: Αντώνης Αντωνόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Ασημίνα Αναστασοπούλου. Φωτογραφίες παράστασης: Γκέλυ Καλαμπάκα

Ερμηνεύουν

Η Καρυφιλλιά Καραμπέτη όπως πάντα πολύ καλή. Το ίδιο και ο Δημήτρης Πιατάς όπως και ο Αιμίλιος Χειλάκης. Παίζουν επίσης οι: Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης, Υβόννη Μαλτέζου.