Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

 


ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΤΟΥ

ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗ (1921-2011)

 

Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από τους θεατρόφιλους αναγνώστες έχουν δει ένα ή πιο πολλά από τα έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Ακόμα και αν δεν παρακολούθησαν τις παραστάσεις σίγουρα διάβασαν άκουσαν κάτι για την Αυλή των θαυμάτων, την Ηλικία της νύχτας, το Παραμύθι χωρίς όνομα, τη Γειτονιά των αγγέλων, Το μεγάλο μας τσίρκο και πολλά άλλα.  Το τελευταίο έργο του που παρακολούθησα στο Θέατρο Κουν ήταν το Ο δρόμος περνά από μέσα για το οποίο μάλιστα έχω γράψει κριτική που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Κριτική» Θέατρο, Βιβλίο, Κινηματογράφος, Εικαστικά (σελ.37). Ο Καμπανέλης ήταν επίσης σεναριογράφος (Στέλλα, Ο Δράκος, Κορίτσια στον ήλιο κ.α.) στιχουργός αλλά και δημοσιογράφος.

Ο συγγραφέας είχε γεννηθεί στη Νάξο ως το ένατο παιδί του Χιώτη εμπειρικού φαρμακοποιού Στέφανου Καμπανέλλη. Η μητέρα του Αικατερίνη το γένος Λάσκαρη καταγόταν από παλιά, αρχοντική Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια. Εγκαταστάθηκαν  στην Αθήνα το 1935 όπου ο νεαρός ένατος γιός την ημέρα εργαζόταν και το βράδυ φοιτούσε στη Σιβιτανίδειο.  Το 1942 τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και τον έστειλαν στο φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν όπου έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου, τον Μάιο του 1945. Η τραγική εμπειρία του από αυτό το στρατόπεδο εξόντωσης αποτέλεσε το θέμα του βιβλίου του με τίτλο «Μαουτχάουζεν».

Η μετά από την απελευθέρωση επαφή του με το θέατρο έγινε με την παρακολούθηση των παραστάσεων του Θεάτρου Τέχνης του μεγάλου Κάρολου Κουν. Το θέατρο του άρεσε τόσο πολύ που θέλησε να γίνει ηθοποιός κάτι που όμως δεν ήταν εφικτό λόγω του ότι δεν ήταν απόφοιτος λυκείου. Το εμπόδιο αυτό δεν μπόρεσε να τον απομακρύνει από την αγάπη του και διαθέτοντας το θείο δώρο, το τάλαντο της γραφής, αποφάσισε να γίνει θεατρικός συγγραφέας. Πρώτο του έργο, «Ο χορός πάνω στα στάχυα» έργο που παρουσιάστηκε από τον Θίασο Λεμού το 1950 στο Θέατρο «Διονύσια» στην Καλλιθέα. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες.

Διετέλεσε Διευθυντής Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ και έγινε ακαδημαϊκός το 1999. 

Το μονόπρακτο του Καμπανέλλη, με τον πρωτότυπο τίτλο Αυτός και το παντελόνι του έχει ως θέμα τη μοναξιά. Ο άνθρωπος από πολύ παλιά είναι γνωστό ότι δεν μπορεί να ζήσει μόνος του. Φυσικά και υπάρχουν κάποιοι που αρέσκονται στη μοναξιά, που για διάφορους λόγους είναι αποσυνάγωγοι, μοναχικοί αλλά αυτοί σίγουρα αποτελούν τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Όλοι έχουμε την ανάγκη των φίλων, των καλών φίλων που διαλέγουμε. Έχουμε ανάγκη των συγγενών μας που δεν διαλέγουμε και περισσότερο έχουμε ανάγκη από ένα ταίρι, τον σύζυγό μας, τη συμβία μας που πρέπει με πολύ μεγάλη προσοχή να επιλέγουμε. Η εξωτερική ομορφιά με τα χρόνια χάνεται, τα χρώματα ξεθωριάζουν. Οι έρωτες όσο σφοδροί και αν είναι στην αρχή με τον καιρό ξεθυμαίνουν  και στο τέλος σβήνουν. Το μόνο που απομένει είναι η συντροφικότητα, η παρέα που μπορείς να κάνεις με τον δικό σου άνθρωπο για την πραγματοποίηση του οποίου πρέπει να υπάρχει, από την αρχή, η σωστή ψυχική, πνευματική και κοινωνική επαφή. Τα παιδιά αποτελούν επίσης ένα πολύ σημαντικό μέρος στην όλη υπόθεση και οι σχέσεις μας σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από το πόσο σωστά τα μεγαλώσαμε, πόση αγάπη δώσαμε άσχετα με το αν λένε πως η γονική αγάπη είναι ανιδιοτελής, πράγματι είναι αλλά πάντα έχει μεγάλη σημασία η σχέση γονέα παιδιού. Αυτό το τελευταίο είναι ένα θέμα για το οποίο θα μπορούσα να γράψω, ως παιδίατρος, ολόκληρα κεφάλαια που όμως δεν έχουν θέση σε μια θεατρική κριτική. Το μόνο που μπορώ να πω μια και υπάρχει και στο κείμενο του έργου είναι πως τα παιδιά μας πρέπει έγκαιρα να συνειδητοποιούν ότι τα χρόνια περνάνε γρήγορα και δεν θα μας έχουν για πάντα κοντά τους.

 

Το έργο

 

Υπάρχει ένα πολύ παλιό τραγούδι που αν θυμάμαι καλά οι στίχοι του έλεγαν: «Μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά είσαι η πιο σκληρή παρέα και όποιος πει η ζωή πως είναι ωραία, δεν θα έχει τύχει να ζει με σένανε μαζί». Υπάρχουν και πιο σύγχρονα με στίχους όπως: «πιο καλή είναι η μοναξιά από εσένα που δεν φτάνω» το άλλο που τελειώνει με το «δυο που αγαπιούνται είναι πολλοί» και άλλα και άλλα.

Πολυτραγουδισμένη η μοναξιά.

Στη σκηνή βλέπουμε έναν άντρα κάποιας ηλικίας που ζει μόνος του. Μη έχοντας κάποια συντροφιά εφαρμόζει την πολύ συχνή πρακτική των μοναχικών ανθρώπων, μιλάει μόνος του. Μιλάει με τις φαντασιώσεις του και θυμάται. Ακροατές του τα διάφορα αντικείμενα μέχρι και τα έπιπλα του σπιτιού μια και δεν υπάρχει κάποιος άλλος να τον ακούσει. Οι ανύπανδροι άντρες ζουν πολλά χρόνια με τις μητέρες τους απολαμβάνοντας την αναντικατάστατη μητρική αγάπη και περιποίηση.  Όταν όμως κάποια στιγμή η μητέρα φύγει αφήνει το δυσαναπλήρωτο κενό που είναι πολύ περισσότερο δυσβάστακτο από κάθε άλλη περίπτωση απώλειας γονέα μια και ο γονέας σε αυτήν την περίπτωση είναι και η παρέα, και η συντροφιά. Ο άντρας στη βαθιά μελαγχολία του μονολογεί, νοσταλγεί, πικραίνεται, αυτοσαρκάζεται, μετανιώνει για τις επιλογές που έκανε στη ζωή του, σκέφτεται τις ευκαιρίες που έχασε, τα τρένα που έφυγαν, τους συμβιβασμούς που δεν έκανε και το αναπόδραστο τέλος που σιγά σιγά αρχίζει να πλησιάζει. Όλα αυτά  κρατώντας πάντα στα χέρια το ξηλωμένο παντελόνι του που δεν κατορθώνει ποτέ να ράψει. Μάταια περιμένει και ελπίζει να έρθει κάποιος, να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας, να τον καλέσει στο τηλέφωνο, έστω και κατά λάθος. Δυστυχώς την εποχή εκείνη (το έργο έχει γραφτεί πριν από εξήντα χρόνια, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1957 ) δεν υπήρχαν υπολογιστές και διαδίκτυο που σε αυτές τις περιπτώσεις αδιαμφισβήτητα πιστεύω ότι μπορεί να κάνουν τη διαφορά.      

Τα παραπάνω υπάρχουν σε πολλά έργα του Καμπανέλλη για να μας  κάνουν να σκεφτούμε πόσοι μοναχικοί άνθρωποι μπορεί να υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας αλλά και να ξανασκεφτούμε μήπως έφταιγαν και οι ίδιοι, μήπως το λάθος ήταν δικό τους.  

 

Συντελεστές

Η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη δημιουργεί την κατάλληλη για το έργο ατμόσφαιρα. Η Σκηνογραφία του Γιάννη Αρβανίτη απλή και λιτή
Ενδυματολογικά σωστή η επιλογή της Βασιλικής Σύρμα Οι Φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου σωστοί. Φωτογραφία: Γιώργος Καβαλιεράκης. Βοηθός Σκηνογράφου: Ζώης Οικονόμου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδρέας Ανδρέου

 

Ερμηνεία

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης που φυσικά σηκώνει όλο το βάρος του έργου κατορθώνει να εκφράσει όλα όσα αναφέρθηκαν με τον πολύ ωραίο και πειστικό ερμηνευτικό του τρόπο. Ο ρόλος είναι δύσκολος και για αυτό ο καλός ηθοποιός αξίζει τα συγχαρητήριά μας.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2022

ΠΑΙΔΟΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ Σ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΡΔΙΟΣ...

ΠΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΣΟ ΤΡΟΜΑΖΕΙ - ΠΟΝΟΣ ΣΕ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

ΠΑΙΔΟΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ Σ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΧΝΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒ...

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΓΥΡΩ ΜΑΣ

Schubert - Complete Piano Sonatas (Badura-Skoda) [PERIOD INSTRUMENTS]

 Στέλιος Αντωνιάδης CULTURE BLOG – Κριτική Βιβλίου

Ένα πραγματικά αξιανάγνωστο βιβλίο
ΡΙΖΕΣ
Από την πλάκα και το κοντύλη στο διαδίκτυο
ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΚΟΝΗ
Είμαι παιδί της πόλης. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και έζησα στο κέντρο τεσσάρων μεγάλων πόλεων. Η πρώτη μου επαφή με τη ζωή της υπαίθρου έγινε στον χρόνο της Υπηρεσίας Υπαίθρου, αυτό που οι γιατροί μεταξύ μας λέμε «Αγροτικό», επειδή υπηρετούμε σε αγροτικά ιατρεία διαφόρων χωριών ή σε κέντρα υγείας κωμοπόλεων καθώς και σε περιφερικά νοσοκομεία.
Τα έργα και τις ημέρες μου ως γιατρός ημιορεινού αγροτικού ιατρείου αλλά και νοσοκομείου επαρχιακής πόλης τα έχω περιγράψει σε στήλες περιοδικών αλλά και σε βιβλία που έχω γράψει. Εκείνο που θέλω να ξαναπώ είναι το πόσο αγάπησα αυτούς τους ανθρώπους και πόσο εκτίμησα την απλότητα, την καλοσύνη, την αγάπη με την οποία με περιέβαλαν. Το πόση μεγάλη εντύπωση μου έκανε η φιλοσοφία ζωής τους, η σχέση τους με τη φύση, με τη γη, η ευγένειά τους.
Ως γιατρός με τις όποιες γνώσεις και την δύναμη της άγνοιας έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα αλλά δεν ήταν μόνο αυτό πλησιάζοντας και ρωτώντας τους ικανοποίησα τη φυσική μου φιλομάθεια σε ότι αφορά στη ζωή στο χωριό, στις αγροτικές δουλειές, στα ζώα και πάρα πολλά άλλα ερωτηματικά για πράξεις και πράγματα που πρώτη φορά έβλεπα. Φυσικά όλα αυτά έγιναν σε πρόσφατες σχετικά εποχές πολύ διαφορετικές από αυτές που περιγράφει ο συγγραφέας.
Τι βιβλίο του συνάδελφου Γεωργίου Γκόνη (παιδικό διήγημα κατάλληλο και για μεγάλους όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας) είναι ένα πάρα πολύ χρήσιμο και σημαντικό βιβλίο που σκοπό έχει να μας βοηθήσει να θυμηθούμε και να εκτιμήσουμε τις τεράστιες αλλαγές που έγιναν στα περασμένα χρόνια αλλά και να μάθει στους νεότερους όλα αυτά που δεν υπάρχουν πιά. Έναν τρόπο ζωής που χάθηκε μέσα στον χρόνο. Νομοτέλεια το ότι χάθηκε ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Ο συγγραφέας με έναν πολύ γλαφυρό, ρομαντικό, τρόπο αναπολεί και περιγράφει το χωριό του κάποτε, Το χωριό στο οποίο δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν υπήρχαν δρόμοι. Τη δύσκολη αγροτική ζωή που ο καθένας έπρεπε να οργώνει το χωράφι του με το αλέτρι, να φροντίζει τα ζώα του, να αξιοποιεί τις ελιές παράγοντας λάδι, τα σταφύλια φτιάχνοντας το δικό του σπιτικό κρασί και κυρίως να έχει τις απαραίτητες ποσότητες από αλεύρι για να φτιάξει το ψωμί του. Πολύ όμορφα επίσης ο κύριος Γκόνης περιγράφει και της λίγες χαρές με τους γάμους (συνήθως με προξενιό που έκανε η προξενήτρα) και τα πανηγύρια σε εποχές που οι άνθρωποι δούλευαν έξι μέρες την εβδομάδα και την Κυριακή πήγαιναν να εκκλησιαστούν. Σημαντικά επίσης όσα αναφέρονται για τα σχολεία, την παιδεία, την καλλιέργεια και την ατομική ευθύνη όπως και πολλά άλλα.
Στην αρχή παρουσιάζει την πρωτόγονη ζωή της υπαίθρου η οποία σιγά σιγά αλλάζει με το ηλεκτρικό ρεύμα που φωτίζει, το νερό της βρύσης που καθαρίζει και τον δρόμο που κάνει την επικοινωνία πιο εύκολη. Στη συνέχεια έρχονται τα ραδιόφωνα που ενημερώνουν και ψυχαγωγούν, τα γραμμόφωνα και όλα τα άλλα που αλλάζουν την καθημερινότητα, που αλλάζουν τη ζωή κάνοντας την υποφερτή και μειώνοντας το πρόβλημα της αστυφιλίας αλλά και το ακόμα μεγαλύτερο της μετανάστευσης, της ξενιτιάς.
Ο τρόπος γραφής με το εύρημα της δασκάλας που ενημερώνει μέσω κομπιούτερ, με ερωταπαντήσεις, τα παιδιά της γενιάς του ηλεκτρονικού υπολογιστή για τη ζωή της εποχής που υπήρχε μόνο πλάκα και κοντύλι έξοχα ευρηματικός. Και φυσικά η δασκάλα είναι αυτή που θα τα πει στα παιδιά με τον τρόπο που μόνο εκείνη πολύ καλά ξέρει να λέει αυτά που πρέπει για να μάθουν πως ήταν τα πράγματα κάποτε (τα ονόματα Ελευθερία και Ελπίδα πολύ σοφά επιλεγμένα). Πάντα εκτιμούσα και συνεχίζω να εκτιμώ ιδιαίτερα το λειτούργημα της δασκάλας ή του δασκάλου. Αγαπούσα πολύ τους εκπαιδευτικούς που μου έμαθαν τα πρώτα γράμματα και ακόμα τους θυμάμαι όλους με πολλή αγάπη.
Διάβασα το βιβλίο με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση τόσο για το περιεχόμενο του όσο και για τη συνοχή και τη συνεκτικότητα των κειμένων, την ωραία ελληνική γλώσσα, τις πολύ όμορφες περιγραφές και την αξία στην προσπάθεια για να μην ξεχαστούν όσα δεν πρέπει. Όταν όμως διαβάζω τέτοια κείμενα ή ακούω διάφορα για τη ζωή του τότε μου δημιουργείτε το ερωτηματικό για το πως οι άνθρωποι εκείνης της εποχής που ζούσαν χωρίς τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, της επιστήμης, της επικοινωνίας, της ενημέρωσης κατόρθωναν να είναι ευτυχισμένοι; Ποιο ήταν το μυστικό ή τα μυστικά τους; Ήταν ή δεν ήταν ευτυχισμένοι σε σύγκριση με τον σημερινό άνθρωπο; Μέγα το ερώτημα και φιλοσοφικό ό,τι πρέπει όμως για τον συγγραφέα του οποίου γνωρίζω τις φιλοσοφικές αναζητήσεις από ένα προηγούμενο υπέροχο φιλοσοφικού περιεχομένου βιβλίο του που μελέτησα (Τίτλος βιβλίου: Αινίγματα λογικών προσεγγίσεων, από τις εκδόσεις Λιβάνη). Ευκαιρία λοιπόν για να ξεκινήσει ο κ. Γκόνης ένα νέο σύγγραμμα με θέμα την ευτυχία των ανθρώπων και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνει εφικτή. Τις σκέψεις και τους στοχασμούς επάνω στο εύλογο αυτό ερώτημα. Έως τότε αξίζει όλοι να διαβάσουμε τις τόσο όμορφες και ευανάγνωστες «Ρίζες».
Στέλιος Αντωνιάδης